δαικτηρ

δαικτηρ
    δαϊκτήρ
    -ῆρος adj. (душе)раздирающий
    

(γόος Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "δαικτηρ" в других словарях:

  • δαϊκτήρ — ( ῆρος), ο (Α) [δαΐζω (Ι)] 1. αυτός που σκοτώνει (για τον Άρη) 2. ως επίθ. ο σπαραχτικός («δαϊκτὴρ γόος», Αιοχ) …   Dictionary of Greek

  • δαικτήρ — δαϊκτήρ , δαικτήρ slayer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαΐκτωρ — ( ορος), ο (Α) [δαΐζω (Ι)] ο δαϊκτήρ …   Dictionary of Greek

  • δαικτῆρος — δαϊκτῆρος , δαικτήρ slayer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»